Τρανσυλβανία

Τρανσυλβανία
(Transilvania Siebenbürgen γερμανικά, Erdély ουγγρικά). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ρουμανίας, που ορίζεται από τη Βλαχία στα Ν, τη Μολδαβία στα Α, τη Βουκοβίνα στα ΒΑ, το Βανάτο στα ΝΔ, την Κρίσανα στα Δ, τη Μουραμούρες στα ΒΔ. Αποτελείται από ένα εκτεταμένο υψίπεδο, που διαρρέεται από ποταμούς, οι οποίοι τη διαμέλισαν ανανεώνοντας την όψη της, και περιβάλλεται από τα ορεινά ανάγλυφα των Δασωδών Καρπαθίων στα Β, των Ανατολικών (ή Μολδαβικών) Καρπαθίων στα Α, Τρανσυλβανικών Άλπεων (ή Νότιων Καρπαθίων) στα Ν και των Ορέων Aπουσένι στα Δ. Το τόξο των Καρπαθίων και των Τρανσυλβανικών Άλπεων είναι σχεδόν συνεχές, μολονότι μερικές διαβάσεις, όχι πολύ ψηλές, διευκολύνουν τις επικοινωνίες μεταξύ των δύο πλευρών. Λιγότερο συμπαγή είναι τα Όρη Απουσένι, ιδιαίτερα στις ζώνες σύνδεσης με τα καρπαθικά ανάγλυφα, όπου ακριβώς ανοίγουν δρόμο δύο από τους κυριότερους ποταμούς που διαρρέουν την T., ο Σομεζούλ στα Β και ο Μουρεσούλ στα Ν, και οι δύο αριστεροί παραπόταμοι του Τίσα. Ο άλλος σημαντικός ποταμός είναι ο Ολτούλ, αριστερός παραπόταμος του Δούναβη, που διαρρέει τα νοτιοανατολικά και νότια τμήματα της T., και στρέφεται ύστερα στα Ν, διαρρέοντας τα ανάγλυφα των Τρανσυλβανικών Άλπεων. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό, με καλοκαίρια μάλλον δροσερά και χειμώνες μακρούς και ψυχρούς. Η περιοχή κατοικείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από Ρουμάνους, που πρεσβεύουν την ορθόδοξη θρησκεία· περίπου το 1/3 του πληθυσμού αποτελείται από Ούγγρους και Γερμανούς οι οποίοι είναι στην πλειονότητά τους αντίστοιχα καθολικοί και προτεστάντες. Κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές είναι η γεωργία (δημητριακά, πατάτες, λινάρι, ζαχαρότευτλα, κηπευτικά, φρούτα), η κτηνοτροφία (βοοειδών, προβατοειδών, χοίρων και ιπποειδών), η εκμετάλλευση των δασών και του υπεδάφους (σίδηρος, μαγγάνιο, λιγνίτης, φυσικό αέριο, μόλυβδος, ψευδάργυρος) και η βιομηχανία (χημικών προϊόντων, μεταλλομηχανουργίας, υφαντουργίας, ειδών διατροφής, ξυλείας), που είναι συγκεντρωμένη στις μεγαλύτερες πόλεις: Κλουζ, Μπρασόβ, Σίμπιου και Τίργκου Μούρες. Γεωργικό χωριό της Τρανσυλβανίας κοντά στη διάβαση Τούρνου Ρόσου, στο δρόμο για το Βουκουρέστι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βλαντ — (Vland).Όνομα τεσσάρων ηγεμόνων της Βλαχίας, ο σπουδαιότερος από τους οποίους είναι ο Β. Α’ (1430; – 1476). Ο Β. Α’ αντιτάχθηκε στην πολιτική υπεροχή των Βογιάρων και υποστήριξε τους εμπόρους και τους μικροϊδιοκτήτες της γης, μερικοί από τους… …   Dictionary of Greek

  • Καρπάθια — Ορεινό σύστημα (1.450 χλμ., ψηλότερη κορυφή Γκέρλαχ, 2.655 μ.) της κεντροανατολικής Ευρώπης. Εκτείνεται με τοξοειδές σχήμα από την περιοχή της Μπρατισλάβα, στη νότια Σλοβακία, έως τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη, στη νοτιοδυτική Ρουμανία. Τα Κ., τα …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Χριστόπουλος, Αθανάσιος — (Καστοριά 1722 – Βουκουρέστι 1847). Έλληνας νομικός, λόγιος και ποιητής. Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στην Ιταλία φιλολογία, ιατρική, νομικά. Πήρε ανώτερα αξιώματα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ως ευνοούμενος του Φαναριώτη ηγεμόνα Αλεξάνδρου… …   Dictionary of Greek

  • δακίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, το αντίστοιχο του χαλαζιακού διορίτη. Αποτελείται κυρίως από πλαγιόκλαστα και χαλαζία, που συνοδεύονται συνηθέστερα από βιοτίτη, ενώ ακολουθεί η κεροστίλβη και σπανιότερα ο αυγίτης. Ανάλογες είναι και οι ποικιλίες του:… …   Dictionary of Greek

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • σφαλερίτης — Ορυκτό του ψευδάργυρου. Πρόκειται για θειούχο ψευδάργυρο (ZnS). Το χρώμα του ποικίλλει ανάλογα με τις προσμείξεις που περιέχει και συνυπάρχει σχεδόν πάντα, με γαληνίτη, σε μοναχικούς ή συσσωματομένους κρυστάλλους. Οι κρύσταλλοι αυτοί είναι… …   Dictionary of Greek

  • τρανσυλβανικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιοχή τής Ρουμανίας Τρανσυλβανία («Τρανσυλβανικές Άλπεις») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”